Επ’ ευκαιρία της νέας ποδοσφαιρικής περιόδου, αναδημοσιεύουμε ένα παλαιότερο κείμενο που δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (φ. 4, Ιούνιος 2004).
Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα άρχισε να διαδίδεται το ποδόσφαιρο, κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί την σημερινή του κατάληξη.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής έστηναν την μπάλα στην αλάνα της γειτονιάς και προσπαθούσαν να συναγωνιστούν, να επιδείξουν τις ικανότητές τους, να παίξουν και να χαρούν μετά από την κούραση της δουλειάς και τις δυσκολίες της επιβίωσης. Έβαζαν το προσωπικό τους μεράκι, την ατομική τους ικανότητα στην κοινή ευχαρίστηση. Η απολαβή τους ήταν η επιδοκιμασία των υπόλοιπων ανθρώπων για την ευχαρίστηση που απολάμβαναν οι ίδιοι και που πρόσφεραν στους άλλους.
Επειδή, ο άνθρωπος, είναι μια οντότητα πλούσια σε συναισθήματα, ικανότητες και δυνατότητες και προσπαθεί πάντοτε να τα εκφράσει με όσο το δυνατόν πιο πληθωρικό τρόπο. Κάτι που γίνεται άσχετα αν τις συνθήκες διαβίωσης δημιουργεί ο ίδιος ή βρίσκεται κάτω από αναγκαστικές καταστάσεις επιβίωσης. Έτσι, άλλοτε θέλει να εμπλουτίσει τους όρους ζωής του κι άλλοτε να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που του βάζουν οι συνθήκες καταπίεσης κι εκμετάλλευσης.
Από αυτή την σκοπιά, το ποδόσφαιρο, ως παιχνίδι, είναι μέρος μιας πρωταρχικής κοινωνικής έκφρασης, μια ακόμη εκδήλωση εσωτερικών διαθέσεων των ανθρώπων που τις εκφράζουν με ατομικό και συλλογικό τρόπο.
Το κέρδος πολύ μακρυά από τέτοιες επιδιώξεις. Οι ίδιοι αγόραζαν τα απαραίτητα για το παιχνίδι.
Η ανθρώπινη έκφραση μακρυά από τις επιδιώξεις των διάφορων επιτήδειων. Η ανθρώπινη δραστηριότητα πάντα ξέφευγε από τους ελέγχους της εξουσίας.
Όμως τίποτα δεν μένει έξω από την αρπακτική της μανία. Βάζει κίνητρα, που τα συνοδεύει με περιορισμούς. Στήνει το δόκανο της «ανάπτυξης» και περιμένει. Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και τα σωματεία άρχισαν να ξεπροβάλλουν και να αναγνωρίζονται από το κράτος. Και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πως αυτή ήταν μια διαδικασία για τον εγκλωβισμό μιας ακόμα ανθρώπινης δραστηριότητας; Όπως τόσες άλλες που αποσπάστηκαν από τον κοινωνικό ιστό, παραμορφώθηκαν και μετά «προσφέρθηκαν» σαν καλύτερες. Τα κίνητρα πολλά. Οικονομικά οφέλη, παγκόσμια αναγνώριση, δόξα, τεχνική κατάρτιση, νίκη.
Έτσι αυτό που επιστράφηκε στον κόσμο είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι ένα προϊόν που αγοράζεται και πουλιέται. Ρομποτοποίηση και αποξένωση. Θεατές και παίκτες.
Πως μέσα σ’ αυτό το σύνολο του «δίνω» και «παίρνω» να μην αναπτυχθούν όλα εκείνα τα «παράσιτα» που τρέφονται και συντηρούν τον κύριο κορμό;
Θυμούνται, κατά καιρούς, και μιλούν για παράγοντες, «παράγκες» κι άλλα παρόμοια. Λες και δεν ξέρουν πως όλα πάνε μαζί. Πως κάθε μηχανισμός θέλει τα απαραίτητα «παράσιτα» για να τον συντηρούν και να τον κάνουν να κινείται καλύτερα. Όταν, όμως, θελήσουν να τον φρεσκάρουν τότε θυμούνται πως όλα αυτά τα κυκλώματα είναι «βλαβερά». Στην πραγματικότητα θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο μηχανισμός τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να ανασυνταχθούν και τα παρακυκλώματά του. Εκεί είναι που ξεσπάει ένας άγριος πόλεμος και τότε μιλάνε για κρίση.
Αλλά, το μόνο που φοβούνται, η μόνη κρίση που μπορεί να προκληθεί είναι όταν όλο αυτό το κομμάτι του κοινωνικού χώρου, που έχουν εγκλωβίσει στο τερατούργημα, που χαρακτηρίζεται ποδόσφαιρο (και γενικότερα σ’ ό,τι ονομάζεται αθλητισμός) να ξεπεράσει τις γραμμές που έχουν χαράξει, να ξεχυθούν στα τερραίν και να μετατρέψουν το χώρο σε λαμπόγυαλο.
Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που έχει συμβεί κάτι ανάλογο. Για τα δεδομένα του ελλαδικού και ιδιαίτερα του χώρου της Αθήνας είναι γνωστά τα αποτελέσματα που προκαλεί η οργή των ανθρώπων όταν αντιλαμβάνονται πως το «παιχνίδι» παίζεται αποκλειστικά εις βάρος τους. Είναι αξέχαστη η ολοκληρωτική καταστροφή του γηπέδου του Παναθηναϊκού στη δεκαετία του 1960 από τους ανθρώπους, μπροστά στην ολοφάνερη κοροϊδία με τις επαναλαμβανόμενες ισοπαλίες ώστε να γίνονται συνέχεια αγώνες και να τα κονομάνε οι επιτήδειοι.
Ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί αυτό το γεγονός σαν ένα ορόσημο. Το πέρασμα από τον «ερασιτεχνισμό» στον «επαγγελματισμό» σημαδεύτηκε από το γεγονός αυτό. Όλα όσα θα επακολουθήσουν θα ανήκουν σε μια διαφορετική εποχή στο χώρο του «αθλήματος».
Για να μπορέσουμε να δούμε το πράγματα μέσα από μια πιο πλατιά οπτική ίσως είναι χρήσιμο να ξεπεραστούν οι αφοριστικές λογικές ενάντια στο λεγόμενο χουλιγκανισμό. (1)
Ίσως χρειαστεί να αφήσουμε στην άκρη την προσπάθεια να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με διάφορα μοντέλα και θεωρίες. Για να δούμε ακόμα, πως η αστυνομική ερμηνεία, αυτών που διαρκώς συμβαίνουν σε σχέση με το ποδόσφαιρο, δεν μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των ζητημάτων που συνδέονται μ’ αυτό. Και, πως η τεχνική μέθοδος, η γνωστή ως πολιτική οπτική, που συνήθως παρουσιάζεται σαν ο ειδικός αναλυτής και γνώστης των πάντων, δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να προσεγγίσουμε την κοινωνική ρίζα και σημασία των καταστάσεων που υπάρχουν.
Ξεπερνώντας αυτά τα στερεότυπα σκέψης (που πάντα διαθέτουν ένα «πλούτο» κριτικής και αφορισμών) θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πολύ περισσότερο αυτές τις «βίαιες εκδηλώσεις στα γήπεδα». Γιατί θα είναι πιο εύκολο να ψάξουμε και να αναρωτηθούμε μήπως πίσω από αυτά τα γεγονότα δεν κρύβεται μόνο αυτό που κάποιοι εύκολα χαρακτηρίζουν σαν «φανατισμό». Ούτε πρόκειται απλά και μόνο για μια οργισμένη αντιμετώπιση μπροστά στο στήσιμο ενός «αγώνα».
Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια εγκλωβισμένη ενεργητικότητα που συστηματικά προσπαθούν να την κατευθύνουν για δεκαετίες τώρα σε ορισμένα κανάλια; Σ’ αυτά που βολεύουν όλους αυτούς που έχουν στήσει αυτό το τρισάθλιο κατασκεύασμα που λέγεται ποδόσφαιρο και σ’ όλους εκείνους που παίζουν πολιτικά παιχνίδια και προωθούν συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα σε μεγαλοπαράγοντες ή μικροπαράγοντες.
Μήπως βρισκόμαστε σε έντονες εκδηλώσεις αυτής της ενεργητικότητας, που δεν μπορεί πλέον να βρει την έκφρασή της σε μια αλάνα με όλο εκείνο το σμίξιμο των ανθρώπινων συναισθημάτων και της χαράς του παιχνιδιού;
Και γιατί άλλωστε να είναι κατακριτέα η οποιαδήποτε προσπάθεια μετατροπής αυτών των τεράστιων γηπέδων σε αλάνες;
Γιατί να νοιώθει κανείς την οποιαδήποτε συμπάθεια γι’ αυτό το μηχανισμό όπου η αυθόρμητη ανθρώπινη έκφραση έχει αντικατασταθεί από την ψυχρή τεχνική κι όπου αναλώσιμα ρομποτάκια έρχονται να παίξουν ένα καθορισμένο ρόλο για να τα κονομήσουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι υπόλοιποι που τους αγοράζουν και τους πουλούν;
Και πριν βιαστεί κανείς να αποδώσει τις εύκολες κατηγόριες για υποστήριξη του χουλιγκανισμού και το ρίξιμο «νερού στο μύλο των διάφορων συμφερόντων» ας περιμένει λίγο.
Η σκέψη και η κρίση είναι χρήσιμες όταν δεν συνοδεύονται από την προκατάληψη και την χωρίς προβληματισμό καταδίκη φαινομένων και καταστάσεων.
Κι αφού μιλήσαμε για την χαρά του παιχνιδιού ας δούμε πως αυτή πλέον δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο με τους όρους που θέλουν όλοι αυτοί που, πεισματικά και με σύστημα, έχουν βαλθεί να ορίσουν και να καναλιζάρουν τις ζωές μας.
Ας προσπαθήσουμε να στήσουμε τη μπάλα σε κάποια αλάνα και θα διαπιστώσουμε την ανυπαρξία τέτοιων χώρων. Ας προσπαθήσουμε να βρούμε κι άλλους ανθρώπους για να δημιουργήσουμε μια ομάδα για να γίνει παιχνίδι και θα δούμε πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο.
Τότε ίσως καταλάβουμε καλύτερα τι μπορεί να σημαίνει εγκλωβισμένη ενεργητικότητα.
Αν δεν νοιώσουμε την επιθυμία να εκφραστούμε ελεύθερα, τότε σίγουρα ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας είναι πιθανό πως έχει ήδη αφομοιώσει τις «σύγχρονες» λογικές αυτών που σκοπός τους είναι να μας κάνουν όλο και περισσότερο αποξενωμένους από επιθυμίες που θέλουμε να εκφράσουμε και από χώρους που σίγουρα μας ανήκουν.
ΑΞΙΝΟΣ
(1) Επειδή ούτε συμπεριλαμβάνει όλες τις αντιδράσεις, ούτε έχει σχέση με αυτό που βιώνεται σήμερα. Χρειάζεται,επομένως, να επισημάνουμε πως η αυθόρμητη και εν πολλοίς υγιής αντίδραση απέναντι στον εγκλωβισμό δεν θα πρέπει να συσχετίζεται με τις οργανωμένες ταραχές, που αποτελούν μία στρεβλή εκδήλωση και κατά κανόνα εξυπηρετούν διάφορα συμφέροντα.
Στην πραγματικότητα η υγιής αντίδραση ακολούθησε την ίδια πορεία με αυτήν του ποδοσφαίρου. Διαστρεβλώθηκε, αλλοιώθηκε και τελικά κατέληξε μία καρικατούρα, προς πάσαν χρήσιν και εκμετάλλευσιν.